φιλοζητητής

φιλοζητητής
ὁ, Α
αυτός που αγαπά την επιστημονική έρευνα («φιλόλογοί τε καὶ φιλοζητηταί», Κύριλλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + ζητητής (< ζητῶ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”